Σημείωμα για τον Ralph Rumney
Sir, upon my word we are just going to begin
“Tempus passes but does not yet fugit”
R. R.
Ένα έργο του Ralph Rumney φέρει τον τίτλο The Eternal Flame (is extinguished). Είναι μια σύνθεση καμωμένη από πλαστικούς αναπτήρες τύπου Bic, ένθετους σε ένα είδος πλαστικής υάλου. Μερικοί είναι διαφημιστικοί, άλλοι έχουν καρδιές, ημίγυμνες κοπέλες, συνθήματα. Πλάι στους περισσότερους υπάρχουν κομμάτια από χαρτί με τυπωμένο κάποιο όνομα. Διακρίνονται τα ονόματα του Arthur Rimbaud, του Mozart, του William Burroughs, του Poussin, του Alfred Jarry, του Αγίου Αυγουστίνου, του Λεονάρδου ντα Βίντσι, του Jean Cocteau, του Γράκχου Μπαμπέφ, του Georges Bataille, του Francois Villon, του Charles Fourier – ποιητών, στοχαστών και εξεγερμένων, συγγραφέων, φίλων του Rumney. Ένα είδος γενεαλογίας, ένας φόρος τιμής, και συνάμα μια πολύ χαρακτηριστική και εξόχως διδακτική χειρονομία.
Το έργο αυτό μου θυμίζει –για μάλλον βάσιμους λόγους– την περίφημη Στήλη, την Merzbau, του μεγάλου νηφάλιου ντανταϊστή από το Ανόβερο, του Kurt Schwitters, που πολύ πριν από την πολυδιαφημισμένη arte povera συνέθετε τα έργα του χρησιμοποιώντας κάθε λογής «φτωχά» υλικά, αλιευμένα από την καθημερινότητα (εισιτήρια του τραμ, τεμαχισμένες καρτ-ποστάλ, αποτσίγαρα φίλων του, κομμάτια από διαφημιστικές αφίσες, σπασμένες χτένες, και άλλα). Ο Schwitters έστησε την Στήλη του μέσα στο ίδιο του το σπίτι, αποφεύγοντας τις αίθουσες τέχνης και δημιουργώντας έναν ανυπέρβλητο αίνο στη φιλία, ένα είδος δυναμικής της ανιδιοτέλειας και του άδολου. Ο Rumney επιχειρεί, με έναν σχεδόν ομόλογο τρόπο, να δείξει πώς μπορείς να εκφράσεις την ευγνωμοσύνη σου σε εκείνους που σημάδεψαν τη νιότη σου και, φυσικά, ολόκληρη την πορεία της ζωής σου. Και το κατορθώνει.
Ο Ralph Rumney γεννήθηκε στο Newcastle, στις 5 Ιουνίου του 1934. Η εφηβεία του ήταν μια διαδικασία μύησης στη μελέτη σημαντικών βιβλίων, στη ζωγραφική και στην εξέγερση. Γνωρίστηκε με τον κομμουνιστή Edward Thompson (συγγραφέα του σημαντικού έργου The Making of Working Class in England), περιπλανήθηκε στα λονδρέζικα μπαρ, εξέδωσε ένα μικρό πρωτοποριακό έντυπο (το Other Voices), και –όπως τόσοι άλλοι– ενέδωσε στην ακαταμάχητη γοητεία που ασκούσε και πάλι το Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα. Το Παρίσι ήταν τότε ο τόπος όπου «το αρνητικό είχε στήσει το βασίλειό του», ήταν «η εφήμερη πρωτεύουσα της αναταραχής». «Ήταν ο λαβύρινθος ο πιο καλοστημένος για να κρατάει τους ταξιδιώτες. Αυτοί που σταμάτησαν εκεί για δυο μέρες δεν ξανάφυγαν ποτέ, ή τουλάχιστον δεν έφυγαν όσο υπήρχε αυτό το μέρος. Οι περισσότεροι όμως είδαν εκεί προηγουμένως να έρχεται το τέλος της σύντομης ζωής τους. Κανείς δεν άφηνε τους λίγους αυτούς δρόμους και τα τραπέζια αυτά όπου είχε ανακαλυφθεί το απόγειο του χρόνου. Όλοι ήσαν περήφανοι που είχαν αντέξει σε μια τόσο μεγαλόπρεπα ολέθρια πρόκληση. Και πράγματι είμαι σίγουρος ότι κανένας απ’ όσους πέρασαν από εκεί δεν απέκτησε την παραμικρή καθωσπρέπει φήμη στον κόσμο» (Guy Debord, In girum imus nocte et consumimur igni).
Ο Rumney είχε την τύχη, την τέχνη και την τόλμη να προσχωρήσει στον κύκλο των εκλεκτών, των happy few, που ασκούσαν με τον τρόπο ζωής τους την πιο ανελέητη, αδιαπραγμάτευτη και ριζική κριτική του υπάρχοντος κόσμου και της κοινωνικής οργάνωσης. Ήταν η παρέα που είχε συγκροτήσει την Λεττριστική Διεθνή (Internationale Lettriste), οι επίφοβοι και περιβόητοι λεττριστές, ο Guy Debord και οι φίλοι του, ο Gil Wolman, η Michèle Bernstein, ο Mohamed Dahou, ο Alexander Trocchi – the wild bunch. Ήταν αυτοί που περιφρονούσαν οποιαδήποτε δεσπόζουσα αξία, οποιοδήποτε δόγμα, οποιαδήποτε πτυχή ενός κόσμου θεμελιωμένου στην εργασία, ενός κόσμου κυρίαρχο άρωμα του οποίου είναι ο ιδρώτας, ενός κόσμου που παρακωλύει την εκτύλιξη των δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, που θέλει να υποτάξει στην οικονομία το παιχνίδι των παθών, τον τρελό χορό του έρωτα και της φιλίας. Έπιναν το κρασί τους στο όνομα του Lautre’amont, το αψέντι τους στο όνομα του Arthur Cravan, το παστίς τους στο όνομα του Lacenaire. Ήταν αυτοί, που όπως μαρτυρεί ο Rumney, έπιναν σε μπαρ που οι ιδιοκτήτες τους αρνούνταν την είσοδο σε συμβατικούς ανθρώπους, δέχονταν για θαμώνες μονάχα όσους περνούσαν από κάποιες διαδικασίες μύησης, ανάμεσα στις οποίες ήταν το να ξέρεις και να θυμάσαι εν πλήρη μέθη τι αποφάνθηκε ο Hegel για το τάδε ζήτημα και τι ο Marx για το δείνα. Ήταν αυτοί που επιχείρησαν να πραγματώσουν στο πεδίο της καθημερινής ζωής το πρόγραμμα της μοντέρνας τέχνης και το πρόταγμα της μετατροπής τής φιλοσοφίας σε πράξη («Να γίνει η Πράξη Αδελφή του Ονείρου», όπως το διατύπωσε ο Walter Benjamin). Και, πάνω απ’ όλα, ήταν αυτοί που θέλησαν να αντιστρέψουν την προοπτική του υπάρχοντος, υιοθετώντας αμείλικτα την τόσο απλή, αλλά τόσο επίφοβη, ριζική αντιστροφή των κυρίαρχων συνθημάτων – φτάνοντας έτσι από το Arbeit macht frei (που δέσποζε εφιαλτικά στην πύλη του Άουσβιτς) στο Ne travaillez jamais (που γράφτηκε με κιμωλία σε έναν παριζιάνικο τοίχο από το μεθυσμένο χέρι του Debord, μια νύχτα του 1953).
«Το κοινό τους σημείο είναι η τραγική αντίθεση της υποκειμενικότητάς τους με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Αν και τα πράγματα δεν έρχονται πάντα κατ’ ευχήν, στα τρία ή τέσσερα στέκια όπου συγκεντρώνονται, καθώς απειλούνται από την αθλιότητα και την αστυνομία, είναι εντούτοις πολύ περήφανοι για τους εαυτούς τους: περιφρονούν τον κόσμο που τους περιβάλλει και όλους όσοι δεν είναι εξίσου αποφασισμένοι να κόψουν κάθε δεσμό με την αστική ζωή. Θεωρούν ότι αποτελούν, τουλάχιστον μετά τον αποκλεισμό κάποιων καθαρά μηδενιστικών στοιχείων, μία πρωτοπορία πέρα από κάθε τέχνη και πιστεύουν ότι ‘τα έργα τους – ουσιαστικά ανύπαρκτα – θα μείνουν στην ιστορία’. Αντί για την καταθλιπτική ζωή που τους προτείνει ολόκληρη η κοινωνία, στηρίζουν την εποποιία τους στην αναζήτηση του πάθους και της περιπέτειας» (Anselm Jappe, Guy Debord).
O Rumney σύχναζε σε δύο από αυτά τα στέκια: στο πασίγνωστο πια Chez Moineau και στο Chez Georges. Εκεί ανακάλυψε ταυτοχρόνως την υλική φτώχεια και τον πνευματικό πλούτο. Συνάντησε τα μέλη μιας «σέκτας» που ήσαν worshippers of books and booze, «une culte de la pense’e et de la boisson», λάτρεις του πνεύματος και του οινοπνεύματος. Όπως είπε στον Gerard Berreby, «Il y avait des rites de passage pour être accepte’ dans des cafe’s comme chez Moineau. Tu devais savoir ce que Lautre’amont, Rimbaud, Nietzsche ou Hegel pansaient de telle chose, et si tu ne le savais pas, on t’envoyait balader ou du moins, on te prenait pour un moins que rien» (Ralph Rumney, Le Consul).
Ο Rumney έγινε δεκτός από τη «σέκτα», συναντήθηκε, συζήτησε και ήπιε με τον Debord, ταξίδεψε στην Βενετία, και άρχισε να αλληλογραφεί με εκείνους που έμελλε να ιδρύσουν την Καταστασιακή Διεθνή (Internationale Situationniste). Παραλλήλως, συμμετείχε σε πρωτοποριακές εκθέσεις στο Λονδίνο, όπου γνώρισε την Pegeen, την θυγατέρα της μεγάλης συλλέκτριας έργων τέχνης Peggy Guggenheim. Ακόμη, συνδέθηκε φιλικά με σημαντικούς στοχαστές και καλλιτέχνες όπως ο Georges Bataille και ο Pierre Klossowski, ενώ γνωρίστηκε επίσης με τον John Cage, τον Stravinsky και τον Jean Cocteau. Και με τον μεγάλο ανατροπέα όλων των καλλιτεχνικών συμβάσεων, τον «μηχανικό του χαμένου χρόνου», τον Marcel Duchamp.
Το 1957, ύστερα από κρίσιμες συναντήσεις, συνομιλίες και ζυμώσεις, ο Guy Debord κατέληξε στην απόφαση της συγκρότησης μιας οργάνωσης που θα παρουσιαζόταν ως η πιο προωθημένη (η μοναδική ίσως!) καλλιτεχνική avant-garde, αλλά κατ’ ουσίαν θα επιχειρούσε μια συνολική κριτική της σύγχρονης κοινωνίας, μια επιδρομή στο κέντρο του υπάρχοντος κόσμου, μια ανάλυση της φάσης του καπιταλισμού που χαρακτηρίστηκε αργότερα κοινωνία του θεάματος. Η νέα οργάνωση, που προήλθε από την σύγκλιση της Λεττριστικής Διεθνούς –Debord, Bernstein–, του Διεθνούς Κινήματος για ένα Φαντασιακό Μπαουχάους (Mouvement International pour un Bauhaus Imaginiste) –Asger Jorn, Giuseppe Pinot-Gallizio, Piero Simondo, Elena Verrone, Walter Olmo–, και της Ψυχογεωγραφικής Επιτροπής του Λονδίνου, ιδρύθηκε στο Cosio d’Arroscia, στην Ιταλία, στις 18 Ιουλίου του 1957. Ο Rumney συμμετείχε ενεργά στη διαδικασία ίδρυσης της Καταστασιακής Διεθνούς –ως μέλος (το μοναδικό εξάλλου!) της Ψυχογεωγραφικής Επιτροπής του Λονδίνου–, μία διαδικασία που, σύμφωνα με τα λόγια του, συνίστατο κυρίως σε συζητήσεις γύρω από το κείμενο του Debord «Έκθεση για την κατασκευή καταστάσεων και τις συνθήκες οργάνωσης και δράσης της Διεθνούς Καταστασιακής Τάσης» («Rapport sur la construction des situations»), γύρω από τα ζητήματα της μοντέρνας τέχνης και της πρωτοπορίας – αλλά κυρίως σε ένα διαρκές μεθύσι επί μία ολόκληρη εβδομάδα (το οποίο μεθύσι φαίνεται ότι συνέβαλε περισσότερο από τις συζητήσεις στην εξασφάλιση των ψήφων που ήσαν απαραίτητες για την ίδρυση της οργάνωσης).
Ο Rumney μάς πληροφορεί πάντως ότι υπήρχε μια πιο κλειστή ομάδα μέσα στην ομάδα όσων συμμετείχαν στη συνάντηση, αποτελούμενη από τον Debord, την Michèle Bernstein, τον μεγάλο Δανό ζωγράφο και θεωρητικό Asger Jorn και τον ίδιο: αυτοί ήσαν κατ’ ουσίαν οι ιδρυτές, συνεπικουρούμενοι από τον Ιταλό καλλιτέχνη και επινοητή της βιομηχανικής ζωγραφικής Giuseppe Pinot-Gallizio. Σύμφωνα πάντα με τον Rumney, πολλές από τις ιδέες που υιοθέτησε η Καταστασιακή Διεθνής –κυρίως στον τομέα της πρακτικής της πρώτης περιόδου της (1957-1962) και στις μορφές έκφρασης των ιδεών της– ανήκουν σε αυτόν. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την ιδέα των ανθρωπομετρικών φωτογραφιών των καταστασιακών, τη χρήση φωτορομάντζων στην προπαγάνδα, το μεταλλικό εξώφυλλο και την εν γένει πολύ σοβαρή, επιστημονική σχεδόν, εμφάνιση και τυπογραφία της επιθεώρησης Internationale Situationniste. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Rumney απαθανάτισε με τη φωτογραφική του μηχανή, μια Rolleiflex, κάποιες θαυμάσιες σκηνές από την καθημερινή ζωή των πρώτων καταστασιακών στο Cosio d’Aroscia καθώς και την στιγμή της ίδρυσης της Καταστασιακής Διεθνούς. Οι φωτογραφίες αυτές έχουν κάνει το γύρο του κόσμου και είναι σήμερα πασίγνωστες.
Είναι καλό να θυμίσουμε ότι η λέξη «ψυχογεωγραφία» είχε προταθεί στην Λεττριστική Διεθνή από έναν αγράμματο Καβύλιο και υιοθετήθηκε πάραυτα. Ο Ivan Chtcheglov, ο Artaud των λεττριστών και των καταστασιακών, είναι σύμφωνα με τον Rumney, ο αληθινός επινοητής αυτής της επιστήμης που στις μέρες μας γνωρίζει μια άνθηση που αφήνει εμβρόντητους πολλούς ακαδημαϊκούς και μελετητές της κοινωνίας και της κουλτούρας. Ο Chtcheglov είχε γράψει το συγκλονιστικό και εξαιρετικά επιδραστικό κείμενο «Συνταγές για μια καινούργια πολεοδομία». Από την άλλη, ο Debord συστηματοποίησε τις λυρικές προτάσεις και τα ποιητικά, σχεδόν παραληρηματικά, πορίσματα του φίλου του, τόσο με κείμενα όπως «Εισαγωγή σε μια κριτική της Αστικής Γεωγραφίας» (δημοσιευμένο στη βελγική μεταϋπερρεαλιστική επιθεώρηση Les Lèvres Nues, έκτο τεύχος, Σεπτέμβριος 1956), όσο και με τους «ψυχογεωγραφικούς χάρτες» που εκπόνησε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950. Σύμφωνα με τον Debord, «Η ψυχογεωγραφία θα μπορούσε να αναλάβει τη μελέτη της επενέργειας των συγκεκριμένων νόμων και αποτελεσμάτων του γεωγραφικού περιβάλλοντος, διευθετημένου συνειδητά ή όχι, πάνω στη συναισθηματική συμπεριφορά των ανθρώπων. Το επίθετο ψυχογεωγραφικός, διατηρώντας μια αρκετά ελκυστική ασάφεια, μπορεί να αποδοθεί στα ευρήματα τα οποία αποφέρουν τέτοιου είδους έρευνες, στα αποτελέσματα της επίδρασής τους πάνω στα ανθρώπινα αισθήματα και, ακόμη γενικότερα, σε κάθε κατάσταση ή συμπεριφορά που φαίνεται ότι προκύπτει από το ίδιο πνεύμα ανακάλυψης».
Νωρίτερα την ίδια χρονιά, ο Rumney είχε συνεργαστεί με τον Jorn και τον Γάλλο ζωγράφο, επινοητή του περίφημου «μονόχρωμου μπλε», τον Yves Klein, στη σύνθεση ενός συλλογικού έργου τέχνης. Το έργο, το οποίο παρέμεινε δίχως τίτλο, δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια ενός μεθυσιού, στις Βρυξέλλες, ενώ οι τρεις καλλιτέχνες περίμεναν την έλευση του Debord και της Bernstein από το Παρίσι, για τα εγκαίνια μιας έκθεσης στην Γκαλερί Taptoe. Στην έκθεση αυτή, την Πρώτη Ψυχογεωγραφική Έκθεση όπως ανέφερε η αφίσα και το πρόγραμμά της, θα παρουσιάζονταν ψυχογεωγραφικοί χάρτες του Debord, έργα των Klein, Rumney και Jorn, ενώ θα δίνονταν και δύο διαλέξεις: L’Art brut de vivre, του Rumney, μια ανάλυση της φράσης «Etre artiste, c’est vivre en artiste» του λεττριστή ποιητή Francois Dufrêne, και Industrie et beaux-arts, deux extremes de l’unite’ situationniste, του Jorn – και εδώ σημειώνεται ακόμη μία χρήση του όρου situationniste, αρκετούς μήνες πριν από την επίσημη ίδρυση της Καταστασιακής Διεθνούς. Για την ιστορία, ας σημειώσουμε ότι ο Debord και η Bernstein εντέλει δεν έλαβαν μέρος στην έκθεση...
Ο Rumney, μετά το Cosio, πήγε στη Βενετία. Παντρεύτηκε την Pegeen, με την οποία συμμετείχε σε ένα περισσότερο «ντανταϊστικό» παρά «καταστασιακό» σκάνδαλο: την καταστροφή ορισμένων έργων τέχνης μέσα στο μουσείο που είχε ιδρύσει η Peggy Guggenheim. Επίσης, είχε αναλάβει την εκπόνηση ενός «Ψυχογεωγραφικού Οδηγού της Βενετίας». Ο ίδιος επιμένει (ορθά) ότι ο τίτλος ήταν The Leaning Tower of Venice, και επρόκειτο για ένα είδος «φωτορομάντζου» όπου καταδεικνύονταν με παιγνιώδη τρόπο οι ατμόσφαιρες μιας de’rive, μιας περιπλάνησης, στη Βενετία. Το έργο αυτό, μάλλον η καθυστέρηση της ολοκλήρωσής του και της έγκαιρης αποστολής του στον Debord ώστε να περιληφθεί στο πρώτο τεύχος της επιθεώρησης Internationale Situationniste, στάθηκε η αφορμή της διαγραφής (της πρώτης ουσιαστικά –τέταρτης, τυπικά–από τις δεκάδες που έμελλε να ακολουθήσουν!) του Rumney από την Καταστασιακή Διεθνή.
Ένα από τα πολλά διασκεδαστικά παράδοξα της ιστορίας της Καταστασιακής Διεθνούς είναι ότι ο Rumney, ιδρυτικό μέλος και από τους πρώτους διαγραφέντες, παντρεύτηκε στη δεκαετία του 1980, την Michèle Bernstein, ως γνωστόν σύντροφο και σύζυγο του Debord).
Ένα άλλο παράδοξο είναι ότι ο Rumney έδωσε στη δημοσιότητα το The Leaning Tower of Venice με καθυστέρηση, όχι απλώς των δύο μηνών που του κόστισαν τη διαγραφή του, αλλά τριάντα δύο (32!!) ετών – στο λεύκωμα/κατάλογο An Endless Adventure…An Endless Passion… An Endless Banquet της έκθεσης On The Passage of a Few Persons through a rather Brief Period of Time, όπου καταλαμβάνει πέντε σελίδες (45-49) ανάμεσα σε άλλα ετερόκλητα και ανισοβαρή ντοκουμέντα, ενώ η πρώτη ολοκληρωμένη έκδοσή του ετοιμάζεται ακόμη και έχει αναγγελθεί από τις εκδόσεις Allia. Είναι ενδιαφέρον το ότι πρωταγωνιστής των φωτογραφιών που συνθέτουν το The Leaning Tower of Venice είναι ο φίλος του Rumney, φίλος του William Burroughs, γραμματέας του W.H. Auden, συγγραφέας και ποιητής Alan Ansen (ο οποίος ζει εδώ και μερικές δεκαετίες στην Ελλάδα). Τούτο είναι ακόμη μία ένδειξη των τεθλασμένων διαδρομών και διασταυρώσεων ποικίλων τάσεων της avant-garde, κατά τη δεκαετία του 1950. Ένας άλλος λεττριστής και καταστασιακός, ο Σκωτσέζος Alexander Trocchi υπήρξε επίσης στενός φίλος τόσο του Debord όσο και των μεγάλων μορφών της Γενιάς των Μπητ (Burroughs, Allen Ginsberg, Kerouac) αλλά και του τροβαδούρου Leonard Cohen.
Ένα τρίτο παράδοξο έγκειται στο ότι, παρά τον αυστηρό κανόνα των καταστασιακών, σύμφωνα με τον οποίο κάθε ρήξη σήμαινε την απόλυτη διακοπή και της παραμικρής σχέσης ανάμεσα στον διαγραφέντα και τα ενεργά μέλη της Καταστασιακής Διεθνούς, ο Rumney συνέβαλλε στη διάδοση των καταστασιακών ιδεών και μετά τη διαγραφή του, όπως συνέχισε να διατηρεί κάποιες σχέσεις με τα άλλα μέλη. Μάλιστα, τον Σεπτέμβριο του 1960, βοήθησε στην οργάνωση και τη διεξαγωγή της Τέταρτης Συνδιάσκεψης της Καταστασιακής Διεθνούς στο Λονδίνο, και στις εκδηλώσεις που την συνόδευσαν. Οργάνωσε, για λογαριασμό του Ινστιτούτου Σύγχρονης Τέχνης (ICA) την –σκανδαλώδη– προβολή της περιβόητης ταινίας Hurlements en faveur de Sade (Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ, 1952) του Debord.
Τέλος, όπως φαίνεται πολύ καλά μέσα από τις σελίδες των δύο βιβλίων του (Le Consul και The Map is not the Territory), καθώς και από τη συμμετοχή του σε μια σειρά εκπομπών αφιερωμένων στην Καταστασιακή Διεθνή, στις οποίες έλαβαν μέρος παλιοί λεττριστές και καταστασιακοί, και τις οποίες μετέδωσε η Γαλλική Ραδιοφωνία (France Culture, Nuits Magne’tiques: L’Internationale Situationniste, Μάιος 1996), ο Rumney διέθετε το ταλέντο και την νοημοσύνη που του επέτρεψαν να κατανοήσει επαρκώς και να αφομοιώσει τις περισσότερες καταστασιακές ιδέες, κυρίως όσες προέρχονταν από τον Debord, και, αντίθετα από τους περισσότερους διαγραφέντες ή εξαναγκασμένους σε παραίτηση, διατήρησε –και διατηρεί– στην καθημερινή ζωή του, στο έργο του και στη δημιουργικότητά του, το πνεύμα της περιπέτειας, της ανυπακοής, και της ανατρεπτικότητας που διέκρινε την καταστασιακή εποποιία. Ακόμη και σήμερα, καταπιάνεται με ψυχογεωγραφικά πειράματα στην παλιά πολίχνη Manosque της Γαλλίας, όπου είναι εγκατεστημένος, μένοντας πιστός στη διάθεση της ιχνηλασίας δημιουργικών επικρατειών τις οποίες αρνείται να προσπελάσει η επίσημη κουλτούρα και βιομηχανία της τέχνης.
Θαυμαστές είναι οι polaroid του Rumney – ένας αέναος πειραματισμός μ’ αυτό το «φτωχό», αλλά τόσο ελεύθερο, μέσο: αναζητά και ψηλαφεί κρυφές πτυχές του ανθρώπινου προσώπου και κορμιού, σημεία φθοράς, ίχνη του χρόνου, αλλά και την μελαγχολική υπεροψία με την οποία μπορούμε εμείς οι θνητοί αθάνατοι, οι αθάνατοι θνητοί, να ξεγελάμε το φάσμα του θανάτου, να τραγουδάμε το τραγούδι που ξεγελάει το χρόνο. Τιτλοφορεί τις polaroid, σφραγίζοντάς τες, «The Map is not the Territory», μια φράση/σήμα κατατεθέν του Rumney, η οποία υπονοεί ότι άλλο πράγμα είναι η αναπαράσταση και άλλο το αντικείμενο, ή το πρόσωπο, που επιθυμούμε να αναπαραστήσουμε. Η φράση αυτή αποτελεί συμπύκνωση της φιλοσοφίας του Πολωνού κόμη Alfred von Korzybski, ο οποίος επιχείρησε μιαν ανασκευή της αριστοτελικής λογικής. Ο Korzybski, μεταξύ άλλων, επηρέασε καθοριστικά και τον William Burroughs.
Θαυμαστό είναι και το γεγονός ότι ο Rumney έπαιξε σκάκι με τον Marcel Duchamp – και τον νίκησε (έστω για μία φορά, και έστω κι αν ο μέγας Marcel πολλές φορές, από μεγάλη αβρότητα αλλά και για να διερευνήσει το στυλ του αντιπάλου του, έχανε εσκεμμένα την πρώτη παρτίδα). Εξάλλου, ο Duchamp υπήρξε μία από τις κεντρικές, και αστείρευτες πηγές έμπνευσης του Rumney. Ας μην ξεχνάμε την σημαντική προτροπή του Duchamp «το ζήτημα είναι πώς να δημιουργήσουμε ως καλλιτέχνες έργα που να μην είναι έργα τέχνης». Η προτροπή αυτή, αυτό το αίνιγμα, οδηγεί κάθε περιπετειώδη νου στην καρδιά του καταστασιακού προγράμματος και προτάγματος: στην πραγμάτωση της Φιλοσοφίας και της Τέχνης στο κοινωνικό πεδίο!
Θαυμαστό, τέλος, είναι το ότι ο Rumney μπορεί ύστερα από τόσα χρόνια στην αφάνεια, μακριά από την βιομηχανία της τέχνης και κάθε δημοσιότητα, πλάνης, ανέστιος και αενάως πειραματιζόμενος, ναι, μπορεί να εμπνέει με τη σειρά του νέους ανθρώπους, θεωρητικούς, ερευνητές, ζωγράφους, ποιητές. Ίσως θα έμενε και ο ίδιος άναυδος, αν έβλεπε στη σελίδα 64 (όσα τα τετράγωνα της σκακιέρας) ενός βιβλίου με τίτλο Orphan Drugs, ενός βιβλίου περισσότερο καταστασιακού απ’ όσο θα πίστευαν ορισμένοι, ενός βιβλίου αποτελούμενου από θραύσματα και στοχασμούς σχετικά με το τι εστί «θραύσμα», τον στίχο «αφού εκεί στη νήσο σκύρο χαθήκανε τα ίχνη του αχιλλέα, όπως περίπου του ραλφ ράμνεϋ, του χαρτογράφου, στη βενετία». Αυτός ο στίχος είναι γραμμένος από τον Ευγένιο Αρανίτση, και αποτελεί μια ευθεία αναφορά στο κείμενο «Η Βενετία νίκησε τον Ραλφ Ράμνεϋ», που συνέταξε ο Guy Debord και διά του οποίου, με ευγενικό και ειρωνικό τρόπο, ανακοινώνει στο πρώτο τεύχος της Internationale Situationniste τη διαγραφή του Rumney. Μόνο ένας Έλληνας, ή μάλλον μόνον λίγοι ποιητές με την πλούσια ενημέρωση και φαντασία του Αρανίτση, θα μπορούσαν να αντλήσουν ένα θραύσμα έμπνευσης από ένα κείμενο διαγραφής!!!
Και ας τελειώσουμε με μια διασκεδαστική σύμπτωση: το παρατσούκλι του Rumney από τον καιρό που σύχναζε με τους λεττριστές στο Chez Moineau ήταν Le Consul, ο Πρόξενος, από τον μονίμως μεθυσμένο ήρωα του αριστουργήματος Κάτω από το Ηφαίστειο, του Malcolm Lowry. Το ίδιο παρατσούκλι δόθηκε τιμητικά (αν και για πολλούς θα ήταν μάλλον αμφίβολη μια τέτοια τιμή), μερικές δεκαετίες μετά, και στην μεξικανική εκδοχή του, El Cόnsul, στον ταπεινό, και ίσως λιγάκι αναχρονιστικό, ανταποκριτή σας από τα πεδία των μαχών ενός κρυφού, για πολλούς, πολέμου ανάμεσα σε όσους επεδίωκαν τη διαιώνιση μιας κοινωνικής οργάνωσης του υπάρχειν και σε όσους μανιωδώς επιθυμούσαν το αντίθετο.
ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
ΥΓ. Ο Ralph Rumney «πήγε με τους πολλούς», στις 6 Μαρτίου του 2002. Ο Shigenobou Gonzalvez, συγγραφέας του έργου Guy Debord ou la beaute’ du ne’gatif, αφιερώνει στον εκλιπόντα τη δεύτερη εμπλουτισμένη έκδοση του πονήματός του.
Βιβλιογραφία
1. Ralph Rumney, Le Consul (συνομιλίες με τον Gerard Berreby), εκδόσεις Allia, δεύτερος τόμος της σειράς Contributions à l’histoire de l’Internationale Situationniste et son temps, Παρίσι 1999.
2. Ralph Rumney, The Map is not the Territory (σε συνεργασία με τον Alan Woods και τον Alan Ward), εκδόσεις Manchester University Press, Μάντσεστερ 2000.
3. Guy Debord, Correspondance, πρώτος τόμος (Ιούνιος 1957-Αύγουστος 1960), εκδόσεις Fayard, Παρίσι 1999.
4. Internationale Situationniste, Internationale Situationniste (1958-1969), ο τόμος με τα δώδεκα τεύχη της επιθεώρησης, εκδόσεις Champ Libre, Παρίσι 1975~ και εκδόσεις Fayard, Παρίσι 1997. Επίσης, βλ. Το Ξεπέρασμα της Τέχνης: Ανθολογία κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς, μετάφραση: Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1985. Και Το Αισθητικό και το Πολιτικό: Από την Cobra στην Καταστασιακή Διεθνή, μετάφραση: Πάνος Τσαχαγέας, Νίκος Β. Αλεξίου, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1996.
5. Anselm Jappe, Guy Debord, εκδόσεις Via Valeriano, Μασσαλία 1995~ και εκδόσεις Denoel, Παρίσι 2001(ελληνική μετάφραση: Νίκος Κούρκουλος, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1998.
6. An Endless Adventure… An Endless Passion… An Endless Banquet (A Situationist Scrapbbok), εκδόσεις Verso (σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης, ICA), Λονδίνο 1989.
7. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Βορειοδυτικό Πέρασμα: Cobra, Λεττριστές, Καταστασιακοί, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1992~ δεύτερη εμπλουτισμένη έκδοση, Οξύ, Αθήνα 2001.
8. Judith Brouste: Ralph Rumney, The Elegant Dissident (άρθρο στο περιοδικό Art Press, τεύχος 253, Ιανουάριος 2000).
Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος του βιβλίου New Bottle, Old Wine, που ετοιμάζει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης και που παρουσιάζει εκείνους τους ανθρώπους της περιπέτειας, όπως ο Rumney, o Alexander Trocchi, ο Jean-Michel Mension, ο Patrick Straram, και άλλοι οι οποίοι αποτέλεσαν την secret history μέσα στην κρυφή ιστορία του εικοστού αιώνα. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Γιάννη Δ. Ιωαννίδη και στον Χαράλαμπο Γιαννακόπουλο. |