Συγκινητική, θαλπερή, πλούσια σε γνώμες και ανταλλαγή αντιλήψεων, η χθεσινή βραδιά στο Beton7. Γνήσιο τσίπουρο από την Πάρο, κρασάκι διαμάντι, μεζέδες. Προβολή ταινιών Dada, έξοχη φιλοξενία από τη Ράνια και τον Μιχάλη, Charlie Parker στα ηχεία. Διονύσης Καββαθάς, Σωτήρης Μπαχτσετζής, όπως πάντα, για όσους τους ξέρουν, να αναλύουν ζητήματα της σύγχρονης τέχνης, και, κυρίως, ζωής, θέτοντας συνάμα και κάμποσα καυτερά & κοφτερά ερωτήματα. Υψηλής ποιότητας οι πρώτοι μας διδασκόμενοι, άναψαν την συζήτηση, με τις δικές τους παρεμβάσεις. Πάντα τέτοια! Την επόμενη Πέμπτη, 28 Οκτωβρίου, με host τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη, θα δούμε ταινίες, θα αακούσουμε μουσικές, και θα προθερμανθούμε έτσι για την επίσημη έναρξη των Σεμιναρίων!
Ύστερα από δεκαετίες πειραματισμών, πάντοτε γόνιμων, ελλοχεύει ο κόρος, το αδιέξοδο, ένας (έστω ένδοξος) εκτροχιασμός. Τόσο στη λογοτεχνία όσο και στα εικαστικά, η επαναφορά στα άλλοτε γνώριμα γίνεται εφαλτήριο προς τα μέλλοντα άγνωστα, ειδεμή το πείραμα, με αλλεπάλληλες επαναλήψεις, αντιγραφές αντιγραφών, ενίοτε ανέξοδες (πήγα να πω: αναίμακτες – δεν θα ήταν και πολύ άστοχο) μιμήσεις παλαιότερα ακραίων και ριζικά ανατρεπτικών χειρονομιών, γίνεται απλούστατα ανιαρό, άσφαιρο, ατελέσφορο: αντί να εκπλήττει τον δέκτη, τον κάνει να πλήττει.
«Ασφαλώς στρέφομαι προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσω, αναζητώ επίσης τη διεύρυνση του υπάρχοντος, καθώς το διασπώ προς τα εμπρός. Με αυτόν τον τρόπο τα αρχαία μυθικά περιεχόμενα καθίστανται επίκαιρα» [JosephBeuys, στο Ρέα Thoenges-Στριγγάρη «Η Επανάσταση Είμαστε Εμείς, Πατάκης, 2010]
Εξετάζουμε και πάλι τον Γιάννη Κουνέλλη και τον JosephBeuys[Γιόζεφ Μπόις] – και την σημαντικότατη προσφορά τους. Όλο και πιο πολύ εντείνονται οι συζητήσεις που τείνουν να αναγάγουν τον Κουνέλλη στον πιο βαθύ/βαρύ εν ζωή δημιουργό, και τον Μπόις σε αυτόν που άλλαξε άρδην το πώς δεξιωνόμαστε το έργο τέχνης από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά (με έναν τρόπο τόσο καταλυτικό ώστε μονάχα με αυτόν του Γκι Ντεμπόρ μπορεί, ενδεχομένως, να συγκριθεί). Τόσο ο Κουνέλλης όσο και ο Μπόις επανεξετάζουν το σύμβολο, την τραγωδία, αποφεύγουν τον εντυπωσιασμό και καταπιάνονται, καθένας ακολουθώντας τη δική του μέθοδο και έμπνευση, με την αποκατάσταση των σχέσεών μας με το αρχέγονο που εμμένει στο σήμερα. Μπορείς να πεις ότι αμφότεροι, ίσως ο Μπόις πιο έντονα, και άλλωστε ρητά (με το έργο/δράση «Η Σιωπή του Ντισάν είναι Υπερεκτιμημένη») ιερουργούν αποκρινόμενοι στα όσα πέτυχε ο Μαρσέλ Ντισάν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
«Να είσαι στην Ευρώπη ποπ αρτ, πάντως, είναι γελοίο πράγμα. Όταν έχεις γεννηθεί εδώ, στην Ελλάδα, είναι δύο φορές γελοίο» [Γιάννης Κουνέλλης, στο Κατερίνα Ζαχαροπούλου, «Για τα πράγματα που λείπουν», Άγρα, 2009]